- κοσμολογικός
- κοσμο-λογικός, ὁ, title of work by Ion, Sch.Ar.Pax835.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσμολογικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμολογικός — ή, υ (Α κοσμολογικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμολογία, κοσμογονικός νεοελλ. φρ. «κοσμολογική ακτινοβολία» αστρον. ακτινοβολία ηλεκτρομαγνητικής φύσης που προέρχεται από όλες τις διευθύνσεις τού διαστήματος και η προέλευσή της … Dictionary of Greek
κοσμολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
cosmológico — ► adjetivo ASTRONOMÍA Que tiene relación con la cosmología: ■ hipótesis cosmológica. * * * cosmológico, a adj. De la cosmología. * * * cosmológico, ca. (Del gr. κοσμολογικός). adj. Perteneciente o relativo a la cosmología. * * * ► adjetiv … Enciclopedia Universal
cosmológico — cosmológico, ca (Del gr. κοσμολογικός). adj. Perteneciente o relativo a la cosmología … Diccionario de la lengua española